Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετοιμόλογος
1 εγγραφή
ετοιμόλογος -η -ο [etimóloγos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει την ικανότητα να δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις κυρίως σε συζήτηση.

[λόγ. ετοιμο- + λόγ(ος) -ος (πρβ. μσν. ετοιμολόγος (ίδ. ετυμ.) `ομιλητικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες