Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετοιμόγεννος
1 εγγραφή
ετοιμόγεννος -η -ο [etimójenos] Ε5 : (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Έφυγε για ταξίδι κι άφησε τη γυναίκα του ετοιμόγεννη. H ετοιμόγεννη φοράδα / αγελάδα. || (ως ουσ.) η ετοιμόγεννη, γυναίκα που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο: Tο νοσοκομειακό μεταφέρει μια ετοιμόγεννη.

[ελνστ. ἑτοιμόγεννος (για αγελάδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες