Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετοιματζίδικος -η -ο [etimadzíδikos] Ε5 : 1.(μειωτ., ιδ. για πργ.) κακοφτιαγμένος: Ετοιματζίδικο ρούχο. 2. (μτφ.) που διαμορφώθηκε οριστικά από άλλον και δεν επιδέχεται αλλαγές: Ετοιματζίδικες ιδέες / εκφράσεις.
[έτοιμ(ος) -ατζίδικος]