Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετερόφυλος
1 εγγραφή
ετερόφυλος -η -ο [eterófilos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν ανήκει στο ίδιο φύλο με κπ. άλλο. ANT ομόφυλος. || (συνήθ. ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ἑτερόφυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες