Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσωνάρθηκας
1 εγγραφή
εσωνάρθηκας ο [esonárθikas] Ο5 : (αρχαιολ.) ο εσωτερικός νάρθηκας, το τμήμα του χριστιανικού ναού που βρίσκεται ανάμεσα στον εξωνάρθηκα και στον κυρίως ναό.

[λόγ. εσω- + νάρθηξ > νάρθηκας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες