Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εστιακός -ή -ό [estiakós] Ε1 : (φυσ.) που έχει σχέση με την εστία των φακών: Εστιακή απόσταση, από την εστία του φακού ως την επιφάνειά του. Εστιακή ευθεία, μικρό ευθύγραμμο τμήμα που σχηματίζουν οι ακτίνες στην εστία του φακού. Εστιακό επίπεδο, που τέμνει κάθετα τον άξονα του φακού στο σημείο της εστίας του.
[λόγ. εστί(α)IIIβ -ακός μτφρδ. γαλλ. focal]