Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εστιάτορας
1 εγγραφή
εστιάτορας ο [estiátoras] Ο5 : 1.ο ιδιοκτήτης εστιατορίου. 2. (στρατ.) οπλίτης επιφορτισμένος με τη φροντίδα της παράθεσης των γευμάτων στους οπλίτες, της καθαριότητας των εστιατορίων κτλ.: Ο διοικητής τιμώρησε τον εστιάτορα, γιατί τα εστιατόρια ήταν ακάθαρτα.

[λόγ. < αρχ. ἑστιάτωρ, αιτ. -ορα `οργανωτής συμποσίου΄ κατά την αλλ. σημ. της λ. εστιατόριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες