Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εστέτ
1 εγγραφή
εστέτ ο [estét] Ο (άκλ.) : αυτός που θεωρεί το ωραίο ως πρωταρχική αξία και με βάση αυτό κρίνει, αξιολογεί όλες τις άλλες.

[λόγ. < γαλλ. esthète < esthétique (δες αισθητική)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες