Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσπεριδοειδή
1 εγγραφή
εσπεριδοειδή τα [esperiδoiδí] Ο (βλ. Ε10) : γενική ονομασία μικρών αειθαλών δέντρων που καλλιεργούνται σε σχετικώς θερμά κλίματα κυρίως για τους χυμώδεις καρπούς τους: Πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, νεραντζιές και άλλα ~. Kαλλιέργεια εσπεριδοειδών. || οι καρποί των εσπεριδοειδών: Παραγωγή / εμπόριο / κατανάλωση εσπεριδοειδών.

[λόγ. < αρχ. ῾Εσπερίδ(ες) `θεότητες στη Δύση που φύλαγαν τα χρυσά μήλα΄ -ο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. hespéridées < αρχ. ῾Εσπερίδες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες