Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εσπερίδα η [esperíδa] Ο26 : (λόγ.) βραδινή κοσμική εκδήλωση: Mουσική / φιλολογική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἑσπερίς, αιτ. -ίδα ανώμαλο θηλ. του επιθ. ἑσπέριος `βραδινός΄ σημδ. γαλλ. soirée]