Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσπέρα
3 εγγραφές [1 - 3]
εσπέρα η [espéra] Ο25α : (λόγ.) το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου ώσπου να πέσει το σκοτάδι ή και ακόμη πιο αργά, το βράδυ: Aπό πρωίας μέχρις εσπέρας, από το πρωί ως το βράδυ.

[λόγ. < αρχ. ἑσπέρα]

εσπεράντο η [esperándo] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνητής γλώσσας που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει στην επικοινωνία ανθρώπων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες.

[λόγ. < ψευδώνυμο Εsperanto (ισπαν. μτχ. του esperar `ελπίζω΄) του L. Zamenhof και αργότερα ονομασία της γλώσσας]

εσπέρας το [espéras] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λόγ.) το βράδυ.

[λόγ. < εσπέρα ίσως από παρανόηση της φρ. μέχρις εσπέρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες