Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσνάφι
1 εγγραφή
εσνάφι το [esnáfi] Ο44 : (παρωχ.) σινάφι.

[τουρκ. esnaf (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες