Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσάρπα
1 εγγραφή
εσάρπα η [esárpa] & σάρπα 1 η [sárpa] Ο25α : συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθ. στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη· (πρβ. σάλι): Mάλλινη / βαμβακερή / μεταξωτή ~. Πολύχρωμη ~. Tύλιξε με την ~ τους γυμνούς της ώμους.

[λόγ. < γαλλ. écharp(e) -α· ιταλ. sciarpa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες