Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερωτύλος ο [erotílos] Ο18 : (λόγ.) άντρας που επιδιώκει να έχει πολλές, συνήθ. επιπόλαιες, ερωτικές σχέσεις.
[λόγ. < ελνστ. (δωρ. διάλ.) ἐρωτύλος `αγαπητικός΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. (δωρ. διάλ.) ἐρωτύλος `αγαπητικός΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |