Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερωτόληπτος -η -ο [erotóliptos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) που είναι υπερβολικά επιρρεπής στον έρωτα, που εύκολα ερωτεύεται.
[λόγ. < μσν. ερωτόληπτος < ερωτο- 1 + αρχ. ληπτ(ός) `αντιληπτός΄ -ος]



