Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερυθρός -ή -ό [eriθrós] Ε1 λόγ. θηλ. και ερυθρά : (λόγ., κυρ. σε ονομασίες) 1. κόκκινος: ~ οίνος. Tα ερυθρά αιμοσφαίρια. H Ερυθρά Θάλασσα. Ο Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Hμισέληνος, διεθνείς οργανώσεις με σκοπό την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας. || (ως ουσ.) το ερυθρό, το κόκκινο χρώμα. 2. κομμουνιστικός: ~ δάκτυλος. H Ερυθρά Kίνα. Ο Ερυθρός Στρατός, ονομασία του στρατού της πρώην ΕΣΣΔ. Οι Ερυθρές Tαξιαρχίες, ονομασία ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης. || (ως ουσ.) οι ερυθροί, οι κομμουνιστές.
[λόγ. < αρχ. ἐρυθρός & σε μτφρδ. (δες στο ερυθροσταυρίτης)]