Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερτζιανός -ή -ό [erdzianós] Ε1 : Ερτζιανά κύματα, ηλεκτρομαγνητικά. || (ως ουσ.) τα ερτζιανά, η ραδιοφωνία: Yπάρχουν πολλοί ραδιοερασιτέχνες στα ερτζιανά. Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και στα ερτζιανά.
[λόγ. < γαλλ. hertzien < Hertz (δες χερτς) -ien = -ιανός]