Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερμηνευτής
1 εγγραφή
ερμηνευτής ο [ermineftís] Ο7 θηλ. ερμηνεύτρια [erminéftria] Ο27 : αυτός που ερμηνεύει κτ. 1. αυτός που εξηγεί κτ. αναλύοντας το νόημά του: ~ των Γραφών. 2. αυτός που κάνει ερμηνεία ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ρόλου ή ενός μουσικού κομματιού: Έγινε γνωστή ως ερμηνεύτρια λαϊκών τραγουδιών.

[λόγ. < αρχ. ἑρμηνευτής `μεταφραστής΄ κατά τις σημ. της λ. ερμηνεύω· λόγ. ερμηνευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες