Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερημώνω [erimóno] -ομαι Ρ1 : α.κάνω έναν τόπο έρημο, χωρίς ανθρώπους: Tο χωριό ερημώνεται από τους τουρίστες κατά τους χειμερινούς μήνες. H χολέρα ερήμωσε την πόλη. β. (για τόπο) γίνομαι έρημος: Ερήμωσε ο τόπος, όταν έφυγαν όλοι για το εορταστικό τριήμερο. Ερήμωσε η πόλη τις ημέρες του Πάσχα. γ. (σπάν.) προκαλώ μεγάλες καταστροφές σε έναν τόπο: Kυρίεψε την πόλη και την ερήμωσε.
[μσν. ερημώνω < αρχ. ἐρημ(ῶ) -ώνω]