Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημοκλησιά
1 εγγραφή
ερημοκλησιά η [erimoklisxá] Ο24 : ερημοκλήσι.

[έρημ(ος) -ο- + εκκλησιά με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες