Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερημοκλησιά η [erimoklisxá] Ο24 : ερημοκλήσι.
[έρημ(ος) -ο- + εκκλησιά με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[έρημ(ος) -ο- + εκκλησιά με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |