Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερημίτης ο [erimítis] Ο10 θηλ. ερημίτισσα [erimítisa] Ο27 στη σημ. 2 : 1.αυτός που για θρησκευτικούς λόγους ζει μόνος σε έρημο τόπο· αναχωρητής. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που αποφεύγει τις σχέσεις με άλλους ανθρώπους.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐρημίτης (επειδή αναχωρούσαν στην έρημο)· 2: σημδ. γαλλ. ermite < υστλατ. eremita < ελνστ. ἐρημίτης· λόγ. ερημίτ(ης) -ισσα]