Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργολαβικός
1 εγγραφή
εργολαβικός -ή -ό [erγοlavikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εργολάβο ή με την εργολαβία: Εργολαβικές εργασίες / δουλειές. Tα εργολαβικά ντουλάπια της κουζίνας άντεξαν στο χρόνο, αυτά που τοποθετήθηκαν από την αρχή και χωρίς επιπλέον δαπάνη. εργολαβικά ΕΠIΡΡ με εργολαβία: Πήρε τη δουλειά ~.

[λόγ. εργολάβ(ος) -ικός (πρβ. ελνστ. τό ἐργολαβικόν `αμοιβή εργολάβου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες