Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργολάβος
1 εγγραφή
εργολάβος ο [erγolávos] Ο18 θηλ. εργολάβος [erγolávos] Ο35 στη σημ. 1 : 1.αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει με δικά του μέσα και έναντι ορισμένης αμοιβής την εργασία που του αναθέτει κάποιος άλλος: Ένας ~ δημόσιων / δημοτικών έργων. Ο ~ οικοδομών. Mηχανικοί και εργολάβοι ευθύνονται για την αντοχή των κτιρίων. ~ κηδειών. 2. (παρωχ.) εραστής. 3. γλυ κό που γίνεται από κρόκο αυγών και αμύγδαλα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐργολάβος· 2: ίσως από την εικόνα του εργολάβου που περιτριγυρίζει μια οικοδομή· 3: (;)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες