Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργοδηγός
1 εγγραφή
εργοδηγός ο [erγoδiγós] Ο17 : τεχνίτης που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα για να διευθύνει μία ομάδα εργατών και ιδίως να επιβλέπει για τη σωστή εκτέλεση των εντολών του μηχανικού ή του αρχιτέκτονα: Είναι ~ σε έργα οδοποιίας / σε εργοστάσιο. Σχολή εργοδηγών. Δίπλωμα εργοδηγού.

[λόγ. εργ(ο)- + οδηγός μτφρδ. γαλλ. conducteur des travaux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες