Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργαζόμενος
1 εγγραφή
εργαζόμενος -η -ο [erγazómenos] Ε5 : (για πρόσ.) που εργάζεται στα πλαίσια της κοινωνίας και συνήθ. προσφέρει μισθωτή εργασία: H εργαζόμενη γυναίκα. Ο ~ λαός. || (ως ουσ.) ο εργαζόμενος, ο εργάτης ή ο υπάλληλος: Ο εργοδότης και ο ~. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Aπεργούν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. H πολιτική της λιτότητας θα συναντήσει την αντίδραση των εργαζομένων.

[λόγ. μπε. του εργάζομαι μτφρδ. γαλλ. travailleur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες