Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερίφης
1 εγγραφή
ερίφης ο [erífis] Ο11 θηλ. ερίφισσα [erífisa] Ο27 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. κακό, σκληρόκαρδο: Δε λυπάται τα ορφανά ο ~. β. ψεύτη ή πονηρό: Για μια φορά κράτησε το λόγο του ο ~. Πουλάει σοφία ο ~. γ. ανόητο· βλάκας: Mπέρδεψε τη μέρα με τη νύχτα ο ~. M΄ αυτή την ιδέα ζει ακόμη ο ~. δ. κακόμοιρο· φουκαράς: Tα τίναξε ο ~. Θέλει και παντρειά ο ~.

[τουρκ. herif -ης· ερίφ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες