Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επωμίδα
1 εγγραφή
επωμίδα η [epomíδa] Ο26 : η ορθογώνια λωρίδα που προσαρμόζεται εξωτερικά στον ώμο του ρούχου: Mπουφάν / πουκάμισο με επωμίδες. || (συνήθ. στρατ.) οι επωμίδες στις οποίες στερεώνονται τα διακριτικά του βαθμού των αξιωματικών και υπαξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. ἐπωμίς, αιτ. -ίδα `μπρετέλα γυναικείου χιτώνα΄ & σημδ. γαλλ. épaulette]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες