Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επωδός η [epoδós] Ο34 : 1.(φιλολ.) α. έμμετρη περίοδος που αποτελείται από δύο στίχους από τους οποίους ο δεύτερος είναι μικρότερος. β. τμήμα λυρικού ποιήματος (ύμνου, χορικού κτλ.) που ακολουθεί ύστερα από μια στροφή και αντιστροφή. 2. (πρβ. ρεφρέν) α. η στροφή ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται. β. (μτφ.) για λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και συνήθ. γίνονται βαρετά: Kαταλήγει πάντα με τη γνωστή επωδό: να παραιτηθεί η κυβέρνηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδός (διαφ. το αρχ. ἐπωδός `που ψέλνει επωδές΄)]