Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτανησιακός
1 εγγραφή
επτανησιακός -ή -ό [eptanisiakós] Ε1 : που αναφέρεται, ιδίως δημιουργήθηκε, στα Επτάνησα: Επτανησιακή λογοτεχνία / σχολή.

[λόγ. Επτάνησ(ος) -ιακός < επτα- + νήσ(ος) -ος λόγ. επίδρ. στο Εφτάνησα (δες στο εφτανησιώτικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες