Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιψηφίζω
1 εγγραφή
επιψηφίζω [epipsifízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εγκρίνω με την ψήφο μου κτ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιψηφίζω `αποφασίζω με ψήφο΄, αρχ. σημ.: `εισάγω προς ψήφιση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες