Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιψήφιση
1 εγγραφή
επιψήφιση η [epipsífisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιψηφίζω.

[λόγ. επιψηφι- (επιψηφίζω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐπιψήφισις `ακριβής μέτρηση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες