Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχωμάτωση
1 εγγραφή
επιχωμάτωση η [epixomátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιχωματώνω, η κάλυψη μιας επιφάνειας ή μιας κοιλότητας του εδάφους με χώμα. ANT εκχωμάτωση, εκχωματισμός.

[λόγ. επιχωματω- (δες επιχωματώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες