Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτόπιος
1 εγγραφή
επιτόπιος -α -ο [epitópios] Ε6 : 1.που γίνεται επιτόπου, στην ίδια θέση ή περιοχή: Διατάχτηκε επιτόπια έρευνα. Προϊόντα για επιτόπια κατανάλωση. 2. (λόγ.) τοπικός. επιτόπια & (λόγ.) επιτοπίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτόπιος· λόγ. < μσν. επιτοπίως < επιτόπι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες