Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτροπεία
1 εγγραφή
επιτροπεία η [epitropía] Ο25 : (νομ.) η επίσημη ανάθεση σε κπ. ορισμένων καθηκόντων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως, από δημόσια εξουσία: Aναθέτω / ασκώ μία ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες