Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτηδεύομαι
1 εγγραφή
επιτηδεύομαι [epitiδévome] Ρ5.1β μππ. επιτηδευμένος* : (παρωχ.) ασχολούμαι επαγγελματικά με κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτηδεύω μέσο κατά το ασχολούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες