Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισυνάπτω [episinápto] -ομαι Ρ (βλ. συνάπτω) : (ιδ. για έγγραφο) το τοποθετώ και το υποβάλλω μαζί με ένα άλλο, με το οποίο αυτό έχει κάποια σχέση: Στην αίτηση για πρόσληψη να επισυνάψεις κι ένα βιογραφικό σημείωμα.
[λόγ. < αρχ. ἐπισυνάπτω]