Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισυνάπτω
1 εγγραφή
επισυνάπτω [episinápto] -ομαι Ρ (βλ. συνάπτω) : (ιδ. για έγγραφο) το τοποθετώ και το υποβάλλω μαζί με ένα άλλο, με το οποίο αυτό έχει κάποια σχέση: Στην αίτηση για πρόσληψη να επισυνάψεις κι ένα βιογραφικό σημείωμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπισυνάπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες