Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστολόχαρτο
1 εγγραφή
επιστολόχαρτο το [epistolóxarto] Ο41 : φύλλο χαρτιού ειδικό για σύντα ξη επιστολής· χαρτί αλληλογραφίας.

[λόγ. επιστολ(ή) -ο- + χάρτ(ης)III -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες