Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκιάζω
1 εγγραφή
επισκιάζω [episkiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άσημο καθώς προβάλλομαι, γίνομαι γνωστός ως πιο σημαντικός, πιο αξιόλογος από αυτόν: Mε τις γνώσεις / τις ικανότητές του επισκίασε τους συναδέλφους του. Tο πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος επισκιάζει σήμερα όλα τα άλλα.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκιάζω `ρίχνω σκιά΄ σημδ. αγγλ. overshadow]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες