Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισκιάζω [episkiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άσημο καθώς προβάλλομαι, γίνομαι γνωστός ως πιο σημαντικός, πιο αξιόλογος από αυτόν: Mε τις γνώσεις / τις ικανότητές του επισκίασε τους συναδέλφους του. Tο πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος επισκιάζει σήμερα όλα τα άλλα.
[λόγ. < αρχ. ἐπισκιάζω `ρίχνω σκιά΄ σημδ. αγγλ. overshadow]