Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επισείω [episío] -ομαι Ρ αόρ. επέσεισα, απαρέμφ. επισείσει, παθ. αόρ. επισείστηκα, απαρέμφ. επισειστεί : χρησιμοποιώ, ιδίως αναφέρω, κτ. ως απειλή εναντίον κάποιου: Επιβάλλεται στους μαθητές επισείοντας την ποινή της αποβολής.
[λόγ. < ελνστ. ἐπισείω, αρχ. σημ.: `κινώ εναντίον΄]



