Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιρρηματικός
1 εγγραφή
επιρρηματικός -ή -ό [epirimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επίρρημα και ιδίως έχει τα χαρακτηριστικά του ή χρησιμοποιείται όπως αυτό: ~ προσδιορισμός. Επιρρηματική πρόταση / μετοχή. Επιρρηματική χρήση των ουσιαστικών. Επιρρηματική έκφραση, που δηλώνει ό,τι και ένα επίρρημα. επιρρηματικά & (λόγ.) επιρρηματικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιρρηματικός, ἐπιρρηματικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες