Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμειξία
1 εγγραφή
επιμειξία η [epimiksía] Ο25 : διασταύρωση και αναπαραγωγή μεταξύ ατόμων διαφορετικών λαών ή φυλών: Οι μιγάδες του Mεξικού προέρχονται από επιμειξίες μεταξύ των λευκών Ευρωπαίων και των ιθαγενών. || διασταύρωση και αναπαραγωγή μεταξύ ζώων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές, για βελτίωση του είδους.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμειξία `αμοιβαία σχέ ση, επικοινωνία΄ σημδ. γαλλ. mélange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες