Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικείμενος
1 εγγραφή
επικείμενος -η -ο [epikímenos] Ε5 : που επίκειται, που πρόκειται σύντο μα να γίνει: Διαδόσεις για δήθεν επικείμενο σεισμό. Ο ~ πόλεμος.

[λόγ. < αρχ. ἐπικείμενος μπε. του ἐπίκειμαι `που βρίσκεται κοντά, πιεστικός΄ κατά τη σημ. της λ. επίκειται]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες