Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικατάρατος
1 εγγραφή
επικατάρατος -η -ο [epikatáratos] Ε5 : (λόγ.) καταραμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικατάρατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες