Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικαλούμαι
1 εγγραφή
επικαλούμαι [epikalúme] Ρ10.10 αόρ. επικαλέστηκα, απαρέμφ. επικαλεστεί στη σημ. I και αόρ. επικλήθηκα, απαρέμφ. επικληθεί στη σημ. II : I1.αναφέρω κτ. για ορισμένο σκοπό: Nα μην επικαλούμαστε το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. α. αναφέρω κτ. για να δικαιολογήσω ορισμένη ενέργεια, συμπεριφορά ή άποψή μου: Δεν πήγε στη δεξίωση επικαλούμενος λόγους υγείας. ~ τη μαρτυρία κάποιου. β. αναφέρω και χρησιμοποιώ κτ. ως νομικό επιχείρημα, ιδίως σε δικαστήριο για να πετύχω κτ.: ~ ορισμένο νόμο. Ο συνήγορος επικαλέστηκε λόγους ανωτέρας βίας και πέτυχε αναβολή της δίκης. 2. ζητώ κτ. από κπ.: α. ενώ βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση: ~ τη βοήθεια / τη μεσολάβηση κάποιου. Επικαλείται το Θεό. β. προβάλλοντας ορισμένη αιτία ή δικαιολογία, αναφέροντας, κάνοντας μνεία ιδιοτήτων, αισθημάτων κτλ.: ~ τη γενναιοδωρία / τα φιλάνθρωπα αισθήματα κάποιου. Ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την επιείκεια του δικαστηρίου. II. (σπάν.) επονομάζομαι: Mωάμεθ ο B' ο επικαλούμενος Πορθητής.

[λόγ. < αρχ. ἐπικα λοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες