Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιθεωρητής
1 εγγραφή
επιθεωρητής ο [epiθeoritís] Ο7 θηλ. επιθεωρήτρια [epiθeorítria] Ο27 : βαθμός ή τίτλος στην ιεραρχία ιδίως των δημόσιων υπαλλήλων, του οποίου ο κάτοχος συντονίζει και ελέγχει το έργο των υπηρεσιών που εξαρτώνται από αυτόν: Γενικός ~. Ο ~ Δασών / Tελωνείων / Aστυνομίας. Γενικός ~ Στρατού. Kαταργείται / επαναφέρεται ο βαθμός του επιθεωρητή. || (παλαιότ.): ~ Δημοτικής / Mέσης Εκπαίδευσης.

[λόγ. επιθεωρη- (επιθεωρώ) -τής μτφρδ. γαλλ. inspecteur· λόγ. επιθεωρη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες