Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιθεωρησιακός
1 εγγραφή
επιθεωρησιακός -η -ο [epiθeorisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη θεατρική επιθεώρηση: Επιθεωρησιακό θέατρο.

[λόγ. επιθεώρησι(ς) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες