Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιζών
1 εγγραφή
επιζών ο [epizón] Ο (βλ. Ε12στ) : (λόγ.) αυτός που επιζεί ή επέζησε από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· επιζήσας: Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.

[λόγ. μεε. του επιζώ μτφρδ. γαλλ. survivant & αγγλ. survivor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες