Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδόρπιο
1 εγγραφή
επιδόρπιο το [epiδórpio] Ο42 : γλυκό ή φρούτο που σερβίρεται μετά το κύριο γεύμα: Για ~ τους πρόσφερε παγωτό. || ο σχετικός χρόνος: Στο ~ τους ανακοίνωσε και τα ευχάριστα νέα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐπιδόρπιος `για χρήση μετά το φαγητό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες