Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδιώκω
1 εγγραφή
επιδιώκω [epiδióko] -εται Ρ3 : προσπαθώ ή γενικά ενεργώ έτσι, ώστε να αποκτήσω, να πετύχω ή γενικά να κάνω κτ.· επιζητώ: Kάθε άνθρωπος επιδιώκει την ευτυχία / τον πλούτο / την κοινωνική αναγνώριση. Ό,τι επιδίωξε στη ζωή του το πέτυχε. Επιδιώκει να διοριστεί σε δημόσια θέση. Στη σύνταξη του νομοσχεδίου επιδιώχθηκε η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδιώκω `καταδιώκω΄ σημδ. γαλλ. pour suivre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες