Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδερμικός
1 εγγραφή
επιδερμικός -ή -ό [epiδermikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επιδερμίδα του ανθρώπου, των ζώων ή των φυτών. α. που ανήκει στην επιδερμίδα: ~ ιστός. Επιδερμικά κύτταρα. β. που βρίσκεται στην επιδερμίδα: Επιδερμικό εξάνθημα. 2. (μτφ. για ανθρώπινη ενέργεια) που γίνεται πρόχειρα και επομένως δεν είναι λεπτομερής ή προσεκτικός. ANT εξονυχιστικός: Επιδερμική έρευνα μιας υπόθεσης / μελέτη ενός θέματος. Επιδερμικά αισθήματα, που δεν αγγίζουν την ψυχή, που είναι επιπόλαια και επιφανειακά. επιδερμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. épidermique (στη σημ. 1) < αρχ. ἐπιδερμ(ίς) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες